- παράφρονα
- παράφρωνwandering from reasonneut nom/voc/acc plπαράφρωνwandering from reasonmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
вредооумьнъ — (2*) пр. Безумный, сумасшедший: По Такитѣ же цр(с)твова Провъ... сь оубо Провъ, вредооуменъ створивъсѩ, оуби Флорь˫ана. (παράφρονα) ГА XIII XIV, 199б. 2. Приносящий вред, неразумный: да не наоучатьсѩ ѡ(т) инѣхъ дѣтии, ихже б҃ъ не любить, и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κουρλαίνω — 1. κάνω κάποιον τρελό, παράφρονα, τρελαίνω, παλαβώνω 2. βασανίζω κάποιον … Dictionary of Greek
μανιοποιώ — μανιοποιῶ, έω (Α) [μανιοποιός] κάνω κάποιον μανιώδη, παράφρονα, προκαλώ μανία σε κάποιον … Dictionary of Greek
νοοπλανής — νοοπλανής, ές (Α) 1. φρενοβλαβής 2. αυτός που καθιστά κάποιον παράφρονα, αυτός που επιφέρει παραφροσύνη («νοοπλανὲς ἴχνος», Noνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. δολο πλανής, ψυχο πλανής] … Dictionary of Greek
νοοσφαλής — νοοσφαλής, ές (Α) αυτός που καθιστά κάποιον παράφρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + σφαλής (< σφάλλω), πρβλ. δομο σφαλής, μεθυ σφαλής] … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
οιστρηλατώ — (ΑΜ οἰστρηλατῶ, έω) [οιστρήλατος] παθ. οιστρηλατούμαι, έομαι κυριεύομαι από οίστρο, κατέχομαι απο παράφορο πάθος, νιώθω έξαψη, εξαγριώνομαι νεοελλ. κάνω κάποιον να νιώσει έντονο ενθουσιασμό, εμπνέω αρχ. (για τον οίστρο) καθιστώ κάποιον παράφρονα … Dictionary of Greek
παρακόπτω — Α 1. κόβω κίβδηλα νομίσματα μειώνοντας ταυτόχρονα την αξία τους, παραχαράσσω 2. απατώ, εξαπατώ κάποιον 3. ακρωτηριάζω, κολοβώνω 4. κόβω κάτι σε τεμάχια, τεμαχίζω 5. διασχίζω, περνώ 6. μτφ. α) καθιστώ κάποιον τρελό, παράφρονα β) αλλοιώνω, ψευτίζω… … Dictionary of Greek
παραπαίζω — 1. περιπαίζω, σκώπτω παρεμπιπτόντως 2. (η μτχ. αρσ.) ὁ παραπαίζων (ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που κάνει κάποιον παράφρονα … Dictionary of Greek
παραφροσύνη — η, ΝΜΑ [παράφρων, ονος] η κατάσταση τού παράφρονα, η απώλεια τού λογικού, τρέλα νεοελλ. ασύνετος λόγος ή ασύνετη πράξη αρχ. φρενικό παραλήρημα … Dictionary of Greek